κατοικοεδρεύω

κατοικοεδρεύω
κατοικώ σε κάποιο τόπο και συνάμα έχω σ' αυτόν την έδρα των ασχολιών μου: Κατοικοεδρεύει στη Θεσσαλονίκη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατοικοεδρεύω — κατοικώ και έχω την έδρα τών ασχολιών μου σε κάποιο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοικῶ + ἑδρεύω. Η λ., στη μετοχή κατοικοεδρεύων, μαρτυρείται από το 1887 σε έγγραφο συμβολαιογράφου στην εφημερίδα Αλφειός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”